σλαβοφοβία

σλαβοφοβία
η, Ν
φόβος που προκαλεί σε κάποιον η δύναμη και το πλήθος τών Σλάβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σλάβος + -φοβία (< -φοβος < φόβος). Η λ., στην παλαιότερη γρφ. σλαυοφοβία, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Βενιζέλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”